Άνοιξε το σχολείο μας. Ευτυχώς γιατί βαριόμουνα στο σπίτι. Από τη μια στο κινητό της μαμάς να κάνω μάθημα και από την άλλη στην τηλεόραση να ακούω συνέχεια τις λέξεις ο κύριος Μητσοτάκης και πανδημία. Καταλάβαινα ότι ο Μητσοτάκης δεν τα πήγαινε καλά με την πανδημία γι αυτό και άκουγα συνέχεια τον μπαμπά μου να λέει τον κύριο Μητσοτάκη, Κούλη. Κι άλλες κακές λέξεις έλεγε ο μπαμπάς μου για τον κύριο Μητσοτάκη, αλλά δεν τις έλεγε μπροστά μου…
Ο μπαμπάς εδώ και μήνες δεν ανοίγει το μαγαζί του και μένει στο σπίτι γιατί του το έχει κλείσει ο κύριος Χαρδαλιάς που όταν τον βλέπω στην τηλεόραση να μιλάει φοβάμαι.
Στο σχολείο δεν πήγα σήμερα με κουβέρτα γιατί στο Ηράκλειο είχαμε ζέστη, επειδή οι μεγάλοι τα έχουν κάνει θάλασσα με το κλίμα. Η μαμά μου ξέρει πολλά για το κλίμα και μερικές φορές μου τα εξηγεί.
Από την τελευταία φορά που είχα πάει στο σχολείο δεν άλλαξε τίποτα. Οι ίδιοι συμμαθητές ο ένας δίπλα στον άλλο. Οι ίδιες αγκαλιές. Ο ίδιος φόβος στα μάτια της δασκάλας μας.
Το μόνο που άλλαξε ήταν τα ανοιχτά παράθυρα με τον νοτιά να τα βαράει και εμείς να τρομάζουμε.
Μετά όταν γύρισα στο σπίτι ο μπαμπάς μου έβλεπε ειδήσεις και τον είδα να μουντζώνει την υπουργό των μαθητών που έλεγε ότι όλα ήταν καλά στα σχολεία. Εγώ δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο στο σχολείο μου.
Όταν όμως μεγαλώσω θα καταλάβω γιατί έβριζε ο μπαμπάς τον Μητσοτάκη και γιατί μούντζωνε αυτή την τρομακτική και άσχημη κυρία των σχολείων.